- πεψινογόνος
- -ο, Ντο ουδ. ως ουσ. το πεψινογόνοανενεργό πρόδρομο της πεψίνης που εκκρίνεται από τα κύρια κύτταρα τού γαστρικού τοιχώματος και το οποίο μετασχηματίζεται σε πεψίνη σε όξινο περιβάλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pepsinogen (< πεψίνη* + -γόνος < γόνος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.